ἄρκειον

ἄρκειον
ἄρκειος
of a bear
masc acc sg
ἄρκειος
of a bear
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσωπίδα — η / προσωπίς, ίδος, ΝΑ το προσωπείο νεοελλ. 1. ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη 2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα τού προσώπου ή και όλης τής κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως… …   Dictionary of Greek

  • προσωπιάς — άδος, ἡ, Α το ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. ιάς (πρβλ πλευρ ιάς), λόγω τού άνθους τού φυτού που μοιάζει με πρόσωπο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”